Αγγλικά » Γερμανικά

clean ˈbill ΟΥΣ αμερικ ΝΟΜ

clean bill of lading ΟΥΣ handel

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Two weeks before he died, he had received a full medical examination and had been given a clean bill of health.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文