Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „Wichse“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά

(Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

Wich·se <-, -n> [ˈvɪksə] ΟΥΣ θηλ veraltend

1. Wichse (Schuhcreme):

Wichse

2. Wichse kein πλ οικ (Prügel):

Wichse
hiding οικ
Wichse beziehen

ιδιωτισμοί:

[alles] eine Wichse! οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Wichse beziehen
[alles] eine Wichse! οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Wichse" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文