I.confess [αμερικ kənˈfɛs, βρετ kənˈfɛs] ΡΉΜΑ μεταβ
1. confess (admit) τυπικ:
II.confess [αμερικ kənˈfɛs, βρετ kənˈfɛs] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. confess (admit):
1.2. confess <confessed, μετ παρακειμ >:
- a self-confessed Marxist
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.