Γαλλικά » Γερμανικά

speed(e) [spid] ΕΠΊΘ, speedé [spide] ΕΠΊΘ

1. speed οικ (agité, hyperactif):

speed(e)
être speedé

2. speed (par des amphétamines):

speed(e)
aufgeputscht οικ

speeder [spide] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με speedé

être speedé

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
J’ai toujours eu une existence speedée.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "speedé" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina