Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμμάζεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμμάζεμα [siˈmazɛma] SUBST ουδ

1. συμμάζεμα (συνάθροιση):

συμμάζεμα

2. συμμάζεμα (συγύρισμα):

συμμάζεμα
Aufräumen ουδ
το δωμάτιο θέλει συμμάζεμα

Παραδειγματικές φράσεις με συμμάζεμα

το δωμάτιο θέλει συμμάζεμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский