Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεπούλημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεπούλημα [ksɛˈpulima] SUBST ουδ

ξεπούλημα
Ausverkauf αρσ
ξεπούλημα λόγω εκκαθάρισης, γενικό ξεπούλημα

Παραδειγματικές φράσεις με ξεπούλημα

ξεπούλημα λόγω εκκαθάρισης, γενικό ξεπούλημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский