Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μελό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μελό [mɛˈlɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

1. μελό (ταινία):

μελό

2. μελό μτφ (συναισθηματικό κόλπο, προσποίηση):

μελό

Παραδειγματικές φράσεις με μελό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский