Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαβώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαβώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [laˈvɔnɔ] VERB μεταβ

λαβώνω
λαβώνω θανάσιμα

Παραδειγματικές φράσεις με λαβώνω

λαβώνω θανάσιμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский