Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμαρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kamaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. καμαρώνω (κοιτάζω με θαυμασμό):

καμαρώνω

2. καμαρώνω (κοιτάζω με περηφάνια):

καμαρώνω

II . καμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kamaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ (είμαι περήφανος)

Παραδειγματικές φράσεις με καμαρώνω

καμαρώνω για κάτι
auf etw αιτ stolz sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский