Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευεργέτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευεργέτης (ευεργέτισσα) [ɛvɛrˈjɛtis, ɛvɛrˈjɛtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ευεργέτης (ευεργέτισσα)
Wohltäter(in) αρσ (θηλ)
εθνικός ευεργέτης

Παραδειγματικές φράσεις με ευεργέτης

εθνικός ευεργέτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский