Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εταιρικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εταιρικό [ɛtɛriˈkɔ] SUBST ουδ ΟΙΚΟΝ

εταιρικό

Παραδειγματικές φράσεις με εταιρικό

εταιρικό κεφάλαιο
εταιρικό όργανο
εταιρικό μερίδιο ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский