Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εθελοντής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εθελοντής (εθελόντρια) [ɛθɛlɔnˈdis, ɛθɛˈlɔndria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εθελοντής (εθελόντρια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский