Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „mainstream“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . mainstream [ˈmɛinstrim] SUBST ουδ αμετάβλ

mainstream
Mainstream αρσ

II . mainstream [ˈmɛinstrim] ΕΠΊΘ αμετάβλ

mainstream
Mainstream-
εγώ δεν είμαι mainstream

Παραδειγματικές φράσεις με mainstream

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский