apartment [αμερικ əˈpɑrtmənt, βρετ əˈpɑːtm(ə)nt] ΟΥΣ
1. apartment (set of rooms):
- apartamento αρσ
- apartmenthouse or βρετ building
- apartmenthouse or βρετ building
- apartmenthouse or βρετ building
- apartmenthouse or βρετ building
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.