poráščenost <-isamo sg > ΟΥΣ θηλ
-
- hairiness no πλ
nèporáščen <-a, -o> ΕΠΊΘ
pooblaščênk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ
pooblaščenka → pooblaščenec:
pooblaščên|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ
- pooblaščenec (-ka)
-
- pooblaščenec (-ka)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.