pokoráva|ti se <-m; pokoraval> ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- pokončati
- pokončen
- pokončno
- pokončnost
- pokop
- pokoravati se
- pokoren
- pokoriti se
- pokornost
- pokorščina
- pokositi