odpúst|ek <-ka, -ka, -ki> ΟΥΣ αρσ
1. odpustek:
- odpustek ΘΡΗΣΚ, ΙΣΤΟΡΊΑ
-
- odpustek ΘΡΗΣΚ, ΙΣΤΟΡΊΑ
-
2. odpustek (spominek):
- odpustek
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.