bêjzbolsk|i <-a, -o> ΕΠΊΘ šport
bejzbolíst (ka) <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ (θηλ) šport
- bejzbolist (ka)
-
bejzbolístk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ
bejzbolistka → bejzbolist:
bejzbolíst (ka) <-a, -a, -i> ΟΥΣ αρσ (θηλ) šport
- bejzbolist (ka)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.