krivolôv|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΝΟΜ
- krivolovec (-ka)
-
krivovérk|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ
krivoverka → krivoverec:
krivovér|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΘΡΗΣΚ
- krivoverec (-ka)
-
priség|a <-e, -i, -e> ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.