commissario <mpl -ri> ΟΥΣ αρσ, commissaria ΟΥΣ θηλ
1. commissario (di polizia):
2. commissario (funzionario):
3. commissario (membro di commissione d’esame):
ιδιωτισμοί:
- commissario tecnico SPORT
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.