στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. vicario <πλ vicari, vicarie> [viˈkarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
- vicario
-
II. vicario <πλ vicari, vicarie> [viˈkarjo, ri, rje] ΟΥΣ αρσ
- vicario
-
- vicario ΘΡΗΣΚ
-
- vicario apostolico
-
στο λεξικό PONS
I. vicario <-i> [vi·ˈka:·rio] ΟΥΣ αρσ ΘΡΗΣΚ
II. vicario <-i> [vi·ˈka:·rio] ΕΠΊΘ (sostitutivo: funzione, ruolo)
- vicario
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.