I. scissionista <m.πλ scissionisti, f.pl. scissioniste> [ʃissjoˈnista] ΕΠΊΘ
scissionista corrente, politica:
- scissionista
-
II. scissionista <m.πλ scissionisti, f.pl. scissioniste> [ʃissjoˈnista] ΟΥΣ αρσ θηλ
- scissionista
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- sciroppato
- sciroppo
- sciropposo
- scirro
- scisma
- scissionista
- scissionistico
- scisso
- scissura
- scisto
- scistosità