ricuperatorio [rikuperaˈtɔrjo]
ricuperatorio → recuperatorio
recuperatorio <πλ recuperatori, recuperatorie> [rekuperaˈtɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ricrescere
- ricrescita
- rictus
- ricucinare
- ricucire
- ricuperatorio
- ricupero
- ricurvo
- ricusa
- ricusabile
- ricusare