στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. principato [printʃiˈpato] ΟΥΣ αρσ
1. principato (carica):
2. principato (territorio):
II. principati ΟΥΣ αρσ πλ ΘΡΗΣΚ
- principati
-
-
- principato αρσ
στο λεξικό PONS
principato [prin·tʃi·ˈpa:·to] ΟΥΣ αρσ
1. principato (stato):
2. principato (governo):
- (il Principato di) Monaco
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.