preolimpico <πλ preolimpici, preolimpiche> [preoˈlimpiko, tʃi, ke], preolimpionico <πλ preolimpionici, preolimpioniche> [preolimˈpjɔniko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
preolimpico gara, prova:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.