στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. pitagorico <πλ pitagorici, pitagoriche> [pitaˈɡɔriko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- pitagorico ΦΙΛΟΣ, ΜΑΘ pensiero, dottrina, numero
-
II. pitagorico (pitagorica) <πλ pitagorici, pitagoriche> [pitaˈɡɔriko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- pitagorico (pitagorica)
-
- Pythagorean philosophy
- pitagorico
- Pythagorean number
- pitagorico
στο λεξικό PONS
pitagorico (-a) <-ci, -che> ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.