mediologo <m.πλ mediologi, f.pl. mediologhe> [meˈdjɔloɡo, dʒi, ɡe]
mediologo → massmediologo
massmediologo (massmediologa) <m.πλ massmediologi, f.pl. massmediologhe> [massmeˈdjɔloɡo, dʒi, ɡe] (massmediologa) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- massmediologo (massmediologa)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.