I. lusitano [luziˈtano] ΕΠΊΘ
1. lusitano ΙΣΤΟΡΊΑ:
- lusitano
-
2. lusitano (portoghese):
- lusitano λογοτεχνικό
-
II. lusitano (lusitana) [luziˈtano] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. lusitano ΙΣΤΟΡΊΑ:
- lusitano (lusitana)
-
2. lusitano (portoghese):
- lusitano (lusitana) λογοτεχνικό
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.