

I. longobardo [lonɡoˈbardo] ΕΠΊΘ ΙΣΤΟΡΊΑ
II. longobardo (longobarda) [lonɡoˈbardo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- longobardo (longobarda)
-
- longobardo (longobarda)
-


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.