I. laterizio <πλ laterizi, laterizie> [lateˈrittsjo, tsi, tsje] ΕΠΊΘ
- laterizio
-
II. laterizio <πλ laterizi, laterizie> [lateˈrittsjo, tsi, tsje] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.