στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
irredimibile [irrediˈmibile] ΕΠΊΘ
1. irredimibile:
- irredimibile ΕΜΠΌΡ, ΝΟΜ
-
- irredimibile ΕΜΠΌΡ, ΝΟΜ
-
2. irredimibile colpa:
- irredimibile
-
- irredimibile
-
-
- irredimibile
- irredeemable sinner
- irredimibile, incorreggibile
- irredeemable shares, bonds, loan
- irredimibile
στο λεξικό PONS
- irredeemable debt
- irredimibile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.