I. irredentista <m.πλ irredentisti, f.pl. irredentiste> [irredenˈtista] ΕΠΊΘ
- irredentista
-
II. irredentista <m.πλ irredentisti, f.pl. irredentiste> [irredenˈtista] ΟΥΣ αρσ θηλ
- irredentista
-
-
- irredentista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.