στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
inerme [iˈnɛrme] ΕΠΊΘ
- defenceless person, town, country
- indifeso, inerme
- helpless victim
- inerme
στο λεξικό PONS
inerme [i·ˈnɛr·me] ΕΠΊΘ
1. inerme (senza armi):
- inerme
-
2. inerme μτφ (senza difese):
- inerme
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.