I. imbambolato [imbamboˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
imbambolato → imbambolarsi
II. imbambolato [imbamboˈlato] ΕΠΊΘ
imbambolarsi [imbamboˈlarsi] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.