στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. geroglifico <πλ geroglifici, geroglifiche> [dʒeroˈɡlifiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
geroglifico carattere, iscrizione:
II. geroglifico <πλ geroglifici, geroglifiche> [dʒeroˈɡlifiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (simbolo)
-
- hieroglyph also μτφ
-
- geroglifici αρσ
στο λεξικό PONS
geroglifico [dʒe·ro·ˈgli:·fi·ko] ΟΥΣ αρσ a. μτφ ΓΛΩΣΣ
geroglifico (-a) <-ci, -che> ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
-
- geroglifici αρσ pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.