folclorico <πλ folclorici, folcloriche> [folˈklɔriko, tʃi, ke]
folclorico → folcloristico
folcloristico <πλ folcloristici, folcloristiche> [folkloˈristiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
2. folcloristico (eccentrico) οικ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.