I. discinto [diʃˈʃinto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
discinto → discingere
II. discinto [diʃˈʃinto] ΕΠΊΘ
discingere [diʃˈʃindʒere] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.