I. dannunziano [dannunˈtsjano] ΕΠΊΘ
dannunziano poesia, opere:
- dannunziano
-
II. dannunziano (dannunziana) [dannunˈtsjano] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- dannunziano (dannunziana)
-
- dannunziano (dannunziana)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.