cuoiaio (cuoiaia) <πλ cuoiai> [kwoˈjajo] (cuoiaia) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- cuoiaio (cuoiaia) (conciatore)
-
- cuoiaio (cuoiaia) (commerciante)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.