στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
contestuale [kontestuˈale] ΕΠΊΘ
1. contestuale ΓΛΩΣΣ:
- contestuale
- contextual also μτφ
2. contestuale:
- contestuale ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΝΟΜ atto, firma
-
-
- contestuale
στο λεξικό PONS
contestuale [kon·tes·tu·ˈa:·le] ΕΠΊΘ dir
- contestuale (contemporaneo)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.