στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
boscaiolo [boskaˈjɔlo] ΟΥΣ αρσ
-
- boscaiolo αρσ
-
- boscaiolo αρσ
-
- boscaiolo αρσ
-
- boscaiolo αρσ
-
- boscaiolo αρσ
-
- boscaiolo αρσ
στο λεξικό PONS
boscaiolo (-a) [bos·ka·ˈiɔ:·lo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. boscaiolo (spaccalegna):
- boscaiolo (-a)
-
2. boscaiolo (guardaboschi):
- boscaiolo (-a)
-
-
- boscaiolo αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.