στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
bisillabico <πλ bisillabici, bisillabiche> [bisilˈlabiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- bisillabico
-
-
- bisillabico, disillabico, bisillabo
στο λεξικό PONS
bisillabico (-a) <-ci, -che> [bi·sil·ˈla:·bi·ko] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- bisillabico (-a)
-
- sostantivo bisillabico
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- sostantivo bisillabico