I. bernardino [bernarˈdino] ΕΠΊΘ
bernardino monaco, convento, ordine:
- bernardino
-
II. bernardino (bernardina) [bernarˈdino] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- bernardino (bernardina)
-
-
- bernardino
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.