antipiretico <πλ antipiretici, antipiretiche> [antipiˈrɛtiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ
-  antipiretico
 -  
 
-  antipiretico
 -  
 
 
 -  
 -  antipiretico
 
-  
 -  antipiretico αρσ
 
-  
 -  antipiretico
 
-  
 -  antipiretico αρσ
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.