στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


analfabeta <m.πλ analfabeti, f.pl. analfabete> [analfaˈbɛta] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ
- analfabeta
-


-
- analfabeta
-
- analfabeta αρσ θηλ
-
- analfabeta
-
- analfabeta, illetterato
-
- analfabeta αρσ θηλ
- uneducated person
- analfabeta, illetterato
στο λεξικό PONS


I. analfabeta <-i , -e> [an·al·fa·ˈbɛ:·ta] ΟΥΣ αρσ θηλ
- analfabeta
-
II. analfabeta <-i , -e> [an·al·fa·ˈbɛ:·ta] ΕΠΊΘ (adulto, popolazione)
- analfabeta
-


-
- analfabeta
-
- analfabeta αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.