I. analphabetic [βρετ ˌanalfəˈbɛtɪk, αμερικ ˌænælfəˈbɛdɪk] ΕΠΊΘ
1. analphabetic writing:
- analphabetic
-
2. analphabetic person:
- analphabetic
-
II. analphabetic [βρετ ˌanalfəˈbɛtɪk, αμερικ ˌænælfəˈbɛdɪk] ΟΥΣ
- analphabetic
- analfabeta αρσ θηλ
-
- analphabetic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.