στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. sanguinario <πλ sanguinari, sanguinarie> [sanɡwiˈnarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
II. sanguinario (sanguinaria) <πλ sanguinari, sanguinarie> [sanɡwiˈnarjo, ri, rje] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- sanguinario (sanguinaria)
-
στο λεξικό PONS
sanguinario (-a) <-i, -ie> [saŋ·gui·ˈna:·rio] ΕΠΊΘ (killer, guerriero)
- sanguinario (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.