I. pelma <m e f inv> [ˈpelma] ΕΠΊΘ fam , pelmazo, pelmaza [pelˈmaθo, -a]
II. pelma <m e f inv> [ˈpelma] ΟΥΣ αρσ/θηλ fam
-
- rompiscatole m/f
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.