I. escolar <m e f inv> [eskoˈlar] ΕΠΊΘ
1. escolar:
- escolar
- scolastico, -a
2. escolar (edad):
- escolar
-
- calendario escolar
-
- fracaso escolar
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.