I. accidentado [aɣθiðenˈtao, -a] ΕΠΊΘ accidentada
1. accidentado:
2. accidentado (terreno):
3. accidentado (viaje, jornada, vida):
II. accidentado [aɣθiðenˈtao, -a] ΟΥΣ αρσ/θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.